- υδραργύρωση
- [-ις (-εως)] η нанесение тонкого слоя ртути (на что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδραργύρωση — η, Ν 1. χημ. διεργασία κατά την οποία εισάγεται σε ένα οργανικό μόριο η ομάδα HgX, που περιέχει ένα άτομο υδραργύρου 2. εργασία που συνίσταται στην κάλυψη μιας μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα υδραργύρου προκειμένου να σχηματιστεί αμάλγαμα 3. ιατρ … Dictionary of Greek
υδραργύρωση — η 1. επίχριση με υδράργυρο. 2. υδραργυρίαση, υδραργυρισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)